- λεκτικό(ν)
- το стиль речи, письма; манера говорить, писать;
έχω ωραίο λεκτικό(ν) — уметь хорошо говорить, писать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχω ωραίο λεκτικό(ν) — уметь хорошо говорить, писать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… … Wikipedia
-αμάρα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη τής νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται (συνήθως από επίθετα) αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά, που δηλώνουν πάθος, ελάττωμα ή λεκτικό χαρακτηρισμό. Η κατάληξη αυτή αποσπάστηκε αρχικά από μεγεθυντικά ουδέτερα σε αμα:… … Dictionary of Greek
αλινδήθρα — ἀλινδήθρα, η (Α) [ἀλινδῶ] 1. τόπος όπου κυλιούνται τα άλογα, αλογοκυλίστρα 2. φρ. «ἀλινδῆθραι ἐπῶν» λέγεται σκωπτικά για το λεκτικό τών τραγωδιών τού Ευριπίδη η λ. δηλώνει τις λεπτολογίες, τις περιστροφές, τις περιπλοκές … Dictionary of Greek
γλωσσοδέτης — ο 1. πάθηση τής γλώσσας που οφείλεται σε σύμφυση τού χαλινού και προκαλεί βραδυγλωσσία 2. λεκτικό παιχνίδι που συνίσταται στην απαγγελία όσο το δυνατόν γρηγορότερα λέξεων ή φράσεων, οι οποίες έχουν όμοιους φθόγγους και προφέρονται δύσκολα 3. φρ.… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
εμπερίοδος — η, ο (AM ἐμπερίοδος, ον) φρ. «εμπερίοδο λεκτικό» η εκφορά μεγάλων προτάσεων οι οποίες έχουν όμως κανονική σύνδεση και άριστη γλωσσική διάρθρωση … Dictionary of Greek
καθαρογλώσσημα — το το λεκτικό παιχνίδι γλωσσοδέτης*, που συνίσταται στην ακριβή και γρήγορη προφορά πολυσύνθετων λέξεων με δύσκολη προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γλώσσημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αθ. Σακελλάριο] … Dictionary of Greek
καινολογία — καινολογία, ἡ (Α) [καινολόγος] καινούργιος λεκτικός τρόπος, ασυνήθιστο λεκτικό, παράδοξη φρασεολογία … Dictionary of Greek
καινολόγος — καινολόγος, ον (Α) αυτός που χρησιμοποιεί νέο λεκτικό, νέα φρασεολογία («καινολόγος ποιητής», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. μυθο λόγος, ψευδο λόγος] … Dictionary of Greek
κατεπιτήδευμα — κατεπιτήδευμα, τὸ (Α) [κατεπιτηδευω] επιτηδευμένη έκφραση, φτιαχτό λεκτικό, εξεζητημένο ύφος … Dictionary of Greek
κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… … Dictionary of Greek